ιδαλγός

ιδαλγός
ο
θηλ. (λ. ισπ.), παλιός τίτλος κατώτερης ευγένειας στην Ισπανία και την Πορτογαλία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ιδαλγός — (hidalgo). Τίτλος Ισπανών ευγενών που ανήκαν στην κατώτερη και μέση αριστοκρατία. Ο όρος προέρχεται από την ισπανική φράση Rizo d’ algo (γιος ανθρώπου που υποφέρει από κάτι) και καθιερώθηκε τον 13o και τον 14o αι. για να χαρακτηρίσει όσους ανήκαν …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”